- περήφανος
- η , ο гордый;
είμαι περήφανος — гордиться;
§ είμαι περήφανος στ' αυτιά — или έχω περήφανο αυτί — плохо слышать; — быть глухим
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
είμαι περήφανος — гордиться;
§ είμαι περήφανος στ' αυτιά — или έχω περήφανο αυτί — плохо слышать; — быть глухим
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περήφανος — η, ο 1. ο υπερήφανος, αυτός που πιστεύει στην ηθική αξία τού εαυτού του ή κάποιου άλλου προσώπου ή πράξης που συνδέονται στενά με αυτόν και εκφράζει αυτήν την πίστη ως αξιοπρέπεια και υψηλοφροσύνη 2. αυτός που φέρεται αλαζονικά στους άλλους και… … Dictionary of Greek
περήφανος — η, ο 1. αξιοπρεπής, ευγενικός. 2. αλαζονικός, ακατάδεχτος: Μην έβρει απ τους περήφανους μνηστήρες τον μπελά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… … Dictionary of Greek
αμίλητος — η, ο [μιλώ] 1. αυτός που δεν μιλάει πολύ, ο ολιγόλογος 2. αυτός που από ιδιοσυγκρασία ή κακότητα αποφεύγει να μιλάει, περήφανος, δυσκολοπλησίαστος, ακατάδεκτος 3. αυτός που δεν είναι «μιλημένος», αυτός δηλ. στον οποίο δεν έγιναν παρακλήσεις ή… … Dictionary of Greek
ασκός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 1.493 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στα δυτικά των υψωμάτων της Βόλβης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σόχου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… … Dictionary of Greek
αυχώ — αὐχῶ ( έω) (AM) καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι για κάτι αρχ. 1. καυχιέμαι ή διακηρύσσω μεγαλόφωνα ότι... 2. λέω με πεποίθηση ότι, καυχιέμαι ότι θα... 3. φαντάζομαι, πιστεύω ότι... [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με τα εύχομαι, ευχή δεν είναι… … Dictionary of Greek
βουγάιος — βουγάϊος, ο (Α) 1. (σκωπτικά στην κλητική) βουγάϊε θρασύδειλε, ψευτοπαλληκαρά 2. αδρανής 3. βραδύνους, χοντροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το α συνθετικό της λ. βουγάϊος είναι βου επιτατικό (πρβλ. βούβρωστις, βουκόρυζα κ.ά.), ενώ το β συνθετικό συνδέεται με… … Dictionary of Greek
γαύρος — Δέντρο της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα), που θυμίζει λίγο την οξιά. Επιστημονικά ονομάζεται κάρπινος ο βετουλοειδής. Έχει μέτριο ανάστημα και λείο, σκούρο γκρίζο φλοιό. Τα φύλλα του είναι ωοειδή, μυτερά, μεγάλα, όπως της οξιάς, διπλά … Dictionary of Greek
κενόδοξος — η, ο (ΑΜ κενόδοξος, ον) αυτός που επιζητεί κενή, μάταιη δόξα, δοξομανής, ματαιόδοξος μσν. 1. αλαζόνας, φαντασμένος, περήφανος 2. το ουδ. ως ουσ. το κενόδοξον α) ματαιοδοξία β) αλαζονεία γ) τα μεγαλεία («ἠρνήθην... καὶ τὰ λαμπρὰ και τὸ κενόδοξόν… … Dictionary of Greek
κομπόδοξος — κομπόδοξος, ον (Μ) περήφανος, αλαζόνας, κομπορρήμων, καυχησιολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό δοξος, φιλό δοξος] … Dictionary of Greek
μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… … Dictionary of Greek